- σιδηροπενικός
- -ή, -ό, Ν [σιδηροπενία]1. ιατρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σιδηροπενία, χαρακτηρισμός παθολογικής κατάστασης ή παθολογικού φαινομένου που οφείλεται σε έλλειψη σιδήρου2. φρ. α) «σιδηροπενική αναιμία»ιατρ. υπόχρωμη αναιμία, η οποία αντιμετωπίζεται με τη λήψη επανειλημμένων δόσεων αλάτων σιδήρουβ) «σιδηροπενικό σύνδρομο» — σύνδρομο που σύγκειται από αναιμία, από τροφικές διαταραχές τού δέρματος, τών νυχιών και τών τριχών και από ατροφία τού βλεννογόνου τού στόματος, τής γλώσσας και τού οισοφάγου.
Dictionary of Greek. 2013.